Monday 2 May 2016

Ἀναστάσιμοι Στοχασμοί μέ τό τέλος τῆς Πανηγύρεως

«Ὡς ὄντως ἱερά καί πανέορτος, αὕτη ἡ σωτήριος, νύξ καί φωταυγής...»

Τό νά μένεις μόνος μέσα στό ναό πού ἔχει πιά κενωθεῖ ἀπό τούς πιστούς, σέ ὦρες μετομεσονύχτιες τή «σωτήριο καί φωταυγή» Νύχτα τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἀναμφίβολα ἕνα προνόμιο καί μιά ἐμπειρία πού ἐλάχιστοι, πιστεύω, τή βιώνουν καί τή χαίρονται. Γιατί σ᾿ αὐτήν τήν ἥσυχη χρονική περίοδο, παρέχεται στόν ἐφημέριο ἡ εὐκαιρία, ἡ μοναδική εὐκαιρία, νά συμμαζέψει λίγο τόν ἑαυτό του καί νά κάμει τόν ἀπολογισμό του: ἀπολογισμό χρέους ἀπέναντι στόν Κύριο Ἰησοῦ πού τοῦ χάρισε κι ἐφέτος  τήν κορυφαία αὐτή εὐκαιρία, ἀλλά καί ἀπέναντι στόν ἑαυτό του.


Ἔτσι τίς στιγμές πού κάθεται νά ξαποστάσει ἀπό τήν πολυήμερο ἔνταση -φυσική ἔνταση λόγω τῶν καταιγιστικῶν ἀλλαγῶν μέσα σέ μιά ἑβδομάδα- ἀφήνεται γιά λίγο σέ κάποιους στοχασμούς καί διαπιστώσεις. Πού τοῦ χρειάζονται ἄλλωστε.  Γιατί δέν εἶναι καί λίγες οἱ ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ πού προσπαθεῖ νά ἀφαιρέσει κάθε ἰκμάδα κατανύξεως καί βιωματικῆς προσεγγίσεως τῶν ὅσων διαδραματίζονται ὅλη τή Μ. Ἑβδομάδα καί κορυφώνονται τό Μ. Σάββατο τό βράδυ, μέχρι, δηλαδή, νά εἰπωθεῖ τό, «Δόξᾳ τῇ Ἁγίῳ καί Ὁμοουσίῳ Τριάδι...» καί ὅλοι μαζί νά εἰσοδεύσουμε συγκινημένοι στήν «Πανέορτο νύκτα καί φωταυγῆ, τή Νύκτα τῆς Ἐγέρσεώς Του...».

Σκέφτεται, λοιπόν, τή Μ. Πέμπτη καί τό Μ. Σάββατο τό πρωΐ, μέ τήν προσέλευση γιά τή Θεία Μετάληψη... Πόσος ἐκνευρισμός, βιασύνη ἀπό κάποιους, σχόλια καί ἀπουσία ἀπό πολλούς τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ κι αὐτῆς τῆς Πίστεως ἀκόμη, πού διαπιστώνεται μέ τήν κοσμική συμπεριφορά, τήν συνεχῆ προσοχή στό ρολόϊ κι ὄχι στά ὅσα ἡ Ἐκκλησία διά τῆς Θείας Λειτουργίας προσφέρει «ὑπέρ τοῦ ρυσθῆναι ἡμᾶς ἀπό πάσης θλίψεως, κινδύνου καί ἀνάγκης» καί «σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν».

Ἀλλά καί στή Λιτανεία τοῦ ἱ. Ἐπιταφίου κι ἐκεῖ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου καί ἡ συνεχής πολεμική τοῦ μισοκάλου πόσο διαφαίνονται καί διαπιστώνονται, καθώς αὐτή ἡ ἄχραντη καί πανίερη Λιτανεία, πού χρωματίζεται δαψιλῶς ἀπό τῆς χαρμολύπης τίς εὐκατάνυκτες ἀναλαμπές καί χρωματισμούς, μεταποιεῖται σέ καθαρά φολκλορικό γεγονός, δηλαδή, σάν μιά ἐκδήλωση λαϊκῶν δρωμένων, δίχως νά ὑπολογίζεται ὁ «ὄλβιος τάφος» καί ὁ ἐν αὐτῷ ἀφυπνώσας [πού] ἀναστήσεται τριήμερος. Αὐτό, ἄλλωστε, δέ ψάλλαμε;

«Ὄλβιος τάφος! ἐν ἑαυτῷ γάρ δεξάμενος, ὡς ὑπνοῦντα τόν Δημιουργόν, ζωῆς θησαυρός...»!

Φυσικά ἐκεῖνοι πού τό καταννόησαν ἦταν ἐλάχιστοι, ὅπως ἐλάχιστοι ἦταν πάντα αὐτοί πού διαθέτουν  τό τῆς ἀκραιφνοῦς ἁγίας βιοτῆς καί πίστεως προνόμιο, ὥστε νά λάβουν τήν εὐλογία καί τή χάρη πού ἀκτινοβολεῖ αὐτός ὁ ὄλβιος τάφος, πού λιτανεύεται, ὄχι δίχως λόγο, ἀνάμεσα σέ σπίτια, καταστήματα καί ἀνθρώπους. Κι ὅλοι ξέρουμε τό γιατί, λίγοι ὅμως τό ἀποδεχόμαστε καί σεβόμαστε...

Ὅμως στή σκέψη τοῦ ἱερέα ἔρχονται καί κάποια γεγονότα καί περιστατικά, πού ἀκόμα εἶναι πρόσφατα, ἀφοῦ συνέβησαν λίγο πρίν τήν Ἀνάσταση. Βλέπεις ἡ συρροή τοῦ κόσμου καί ἡ ἀδημονία νά φτάσει ἡ τελετή καί νά τελειώνουμε, δημιουργεῖ κάποια ἀνησυχία καί συνάμα μιά ἔνταση, γιατί, δυστυχῶς, δέν εἶναι καί λίγοι ἐκεῖνοι πού ἔρχονται στό ναό «γιά τό καλό». Εἶναι ὅλοι ἐκεῖνοι πού σκορπᾶνε, μόλις ψαλλεῖ τό «Χριστός Ἀνέστη».  Ἔρχονται, λοιπόν, στό ναό γιά λίγο, στριμώχονται, κοιτᾶνε δεξιά, ἀριστερά, προσπαθοῦν νά συγκεντρωθοῦν, στενοχωριοῦνται, βιάζονται νά περάσει ἡ ὥρα καί μερικές φορές προσπαθοῦν νά πιάσουν κουβέντα μέ τό διπλανό τους, γιά νά περάσει ἡ ὥρα.  Καί δημιουργεῖται μιά ἀναστάτωση, εὐτυχῶς, παροδική, ἀφοῦ σέ λίγο ὅλοι «ἐξέρχονται εἰς τήν Ἀνάστασιν».

Ἀλήθεια, σκέφτεται αὐτήν τήν ὥρα τοῦ ἀπολογισμοῦ ὁ ἱερέας, μέ πόση αἰσιοδοξία γεμίζουν τόν ψυχισμό του τοῦτες οἱ λίγες στιγμές «καθώς ἐξέρχονται οἱ πιστοί εἰς τήν Ἀνάστασιν...»! Κι ἀκόμα περισσότερο πόσο ἀναγαλλιάζει ἡ ψυχή του, ὅταν πρωτοψάλλει τό «Χριστός Ἀνέστη» καί ταυτόχρονα παρατηρεῖ τά πρόσωπα τῶν ἐνοριτῶν του πού κυκλώνουν τό ἱ. Εὐαγγέλιο καί τήν εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως. Πόσο φῶς καί ἐλπίδα ἀκτινοβολοῦν, ἔστω καί γιά ὅση ὥρα διαρκεῖ ὁ ἀσπασμός τῆς εἰκόνας καί οἱ εὐχές. «Χριστός Ἀνέστη, Χρόνια πολλά». Καί τώρα σκέφτεται πώς ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀδημονοῦσαν, βιάζονταν καί ἀποχώρησαν πρόωρα γιά νά εὐωχηθοῦν καί νά ψυχαγωγηθοῦν, παιδιά τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ εἶναι, πού διακονεῖ κι ὁ ἴδιος.  Ἄτακτα, ἴσως παιδιά, ὅμως ἀπαραίτητα κι αὐτά γιά νά συμπληρωθεῖ ὁ κόσμος: αὐτόν, δηλαδή, πού πραγματικά ἀγάπησε, ὡς Δημιούργημά Του ὁ Θεός (πρβλ. Ἰω. 3, 16). Ὁ κόσμος, πού, θεληματικά ἤ ὄχι, δέχθηκε τήν παρουσία τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ κι ἀνάλογα ἔπραξε γιά τή σωτηρία του, γιά τήν συμφιλίωσή του, δηλαδή, μέ τόν Δημιουργό του.

Μέσα στό μεγαλεῖο αὐτό, λοιπόν, τῆς βαθειᾶς ὀρθρινῆς αὐτῆς ὥρας, τῆς Ἀναστάσεως, αὐτό πού στοχάζεται ὁ ἁπλός λειτουργός ἱερέας, καθώς ξαποσταίνει μέσα στήν ἡσυχία τοῦ ναοῦ καί τή συνδρομή τῆς νύχτας, εἶναι ἕνα: ἡ πλούσια διανομή εὐχῆς καί εὐλογίας, μέ τήν ἀπαραίτητη ἀνοχή τοῦ Ἀναστάντος στόν καθένα. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά, ὅτι ἐκείνη ἡ μοναδική στιγμή πού πρωτοψάλλεται τό «Χριστός Ἀνέστη» καί ραίνει τά πρόσωπα, πού συντροφεύουν αὐτές τίς ὧρες, μέ αἰσιοδοξία καί ἐλπίδα Ἀναστάσεως πολλοί θά εἶναι ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι στό περιθώριο ὅλων αὐτῶν θά στρέψουν τό βλέμμα τους στόν Οὐρανό καί θά ποῦν: «Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστία» (Μρκ. 9, 24).

Ἀναχωρώντας ἀπό τόν σιωπηλό ναό καί κοιτώντας μέ ἀνάμικτα συναισθήματα τόν μισοφωτισμένο κι ἄδειο πλέον χῶρο του, ἀναλογίζεται: Ἄραγε, πόσοι ἀπ᾿ ὅλους μας πού συναχτήκαμε ἀπόψε στήν Ἀναστάσιμη αὐτή Πανήγυρι, θά ξαναβρεθοῦμε στόν ἴδιο χῶρο καί τοῦ χρόνου; Καί κάπου ἐκεῖ τά μάτια του θαμπώνουν...

π. Κ.Ν. Καλλιανός

No comments: