Thursday 12 March 2015

Νεανική εγκληματικότητα

…και η πρόταση της εκκλησίας για την υπέρβασή της

Η εγκληματικότητα αποτελεί σοβαρό πρόβλημα, που μαστίζει σε μεγάλο βαθμό τις σύγχρονες κοινωνίες. Το φαινόμενο είναι πράγματι ανησυχητικό, εάν αναλογιστεί κανείς πως απλώνεται ταχύτατα και επικίνδυνα ανάμεσα σε άτομα νεαρής ηλικίας. Η σύγχρονη κοινωνία αν και κοινωνία της αφθονίας, δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει ζωτικής φύσης ζητήματα, όπως το δικαίωμα στην εργασία, η ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία, οι αξίες και τα πρότυπα που αποτελούν ισχυρό έρμα και συνεπώς ανασταλτικό παράγοντα για αντικοινωνική συμπεριφορά[1].
           

Το φαινόμενο γνωρίζει έξαρση με ποικίλες εκφάνσεις, όπως ληστείες, εμπόριο ναρκωτικών, αναρχία που δείχνουν τη διάλυση μιας κοινωνίας θλιβερής και ασπόνδυλης[2]. Στο όνομα της δημοκρατίας, κουκουλοφόροι υπάνθρωποι έχουν πυρπολήσει τα τελευταία χρόνια καταστήματα κι έχουν λεηλατήσει ιδιωτικές περιουσίες. Αν οι δείκτες της εγκληματικότητας έχουν πάρει ανοδική πορεία, η ηλικία των δραστών κινείται σε αντίστροφη πορεία, ακολουθώντας την κατιούσα. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία οι δράστες των εγκλημάτων ηλικίας 13 έως 29 χρόνων φτάνουν το 42% επί του γενικού συνόλου, ποσοστό εξαιρετικά μεγάλο και ανησυχητικό, καθώς σημαίνει ότι η αύξηση της παραβατικότητας των ανηλίκων κινείται πλέον με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Παράλληλα η συντριπτική πλειονότητα των δραστών είναι χαμηλού μορφωτικού επιπέδου[3].
           
Από το σύνολο των αδικημάτων που βρίσκονται στην προτίμηση των ανηλίκων τα τελευταία χρόνια, την πρώτη θέση κατέχουν τα αδικήματα κατά της ιδιοκτησίας και των σωματικών βλαβών και ακολουθούν αυτά των ειδικών ποινικών νόμων. Η επιθετικότητα, ο εκφοβισμός των αδυνάτων  και η καταστρεπτικότητα είναι τρόποι συμπεριφοράς, που συνήθως συμβολίζουν κραυγές αίτησης βοήθειας. Συχνά είναι αποτέλεσμα γονικής αδιαφορίας, απουσίας, υπέρμετρης ή χαλαρής πειθαρχίας ή υπερβολικού δαρσίματος[4]. Δεν πρέπει να είναι κανείς έτοιμος να καταδικάσει αυτά τα παιδιά, αλλά να αναζητεί τα αίτια της συμπεριφοράς τους στο σπίτι και το περιβάλλον τους. Όταν ένα παιδί δεν αισθάνεται αγαπητό από το εγγύτερο περιβάλλον, δείχνει αδιαφορία, δεν περιποιείται τον εαυτό του και δεν προσέχει την συμπεριφορά του. Η έλλειψη πειθαρχίας, στοργής, συνεκτικότητας, ενδιαφέροντος στην οικογένεια, αποτελούν τις προϋποθέσεις και την αρχή της εγκληματικής συμπεριφοράς του παιδιού και του εφήβου. Το παιδί που δεν αγαπιέται οδηγείται στη διάπραξη πταισμάτων για να ελκύσει έστω και με την τιμωρία την προσοχή και το ενδιαφέρον των άλλων. Αργότερα το ίδιο δύσκολα θα προσαρμοστεί και σε άλλες μορφές εξουσίας. Η κακή συμπεριφορά οδηγεί στη δημιουργία αρνητικής εικόνας για τον εαυτό του. Η ανάγκη να ανήκουμε κάπου, οδηγεί τα παιδιά και τους νέους στην ένταξή τους σε ομάδες ή όπως καλούνται σε «συμμορίες»[5]. Οι νέοι αυτοί δεν κάνουν όνειρα για τη ζωή και συνήθως μένουν εκεί που είναι. Οι «συμμορίες» στις οποίες εντάσσονται δεν είναι ακοινωνικές αλλά αντικοινωνικές με επικίνδυνη οργάνωση. Εκτός από τα ψυχολογικά προβλήματα εκείνο που τους οδηγεί στις ομάδες αυτές είναι: η υπεράσπιση των μελών από τη «συμμορία», τα διάφορα αναγνώσματα και τα τηλεοπτικά προγράμματα που εμπνέουν σε τέτοιες ενέργειες, αυξάνοντας την ονειροπόληση, τη μονότονη ζωή, τη φτώχεια, τις οικονομικές και κοινωνικές στερήσεις[6].
           
Πολλοί βέβαια πιστεύουν ότι η βίαιη συμπεριφορά των ανηλίκων εξαρτάται κυρίως από άλλους παράγοντες και όχι από την επίδραση της τηλεόρασης. Σήμερα οι διαφορετικές απόψεις παραμένουν. Η έξαρση και η εξάπλωση όμως των προγραμμάτων βίας, σε συνδυασμό με τα αυξανόμενα κρούσματα εγκληματικών ενεργειών από ανηλίκους, οδηγούν σε προβληματισμό[7]. O καθηγητής εγκληματολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών Νέστορας Κουράκης, τονίζει ότι σύμφωνα με έρευνες που έγιναν για το θέμα των τηλεοπτικών σκηνών βίας, προέκυψαν δύο διαμετρικά αντίθετες θεωρίες: σύμφωνα με τη μία ομάδα, η τηλεόραση ασκεί θετική επίδραση, διότι προκαλεί αίσθημα «αλλεργίας» που εμβλύνει την επιθετική του διάθεση. Κατά την άλλη ομάδα ασκεί αρνητική επίδραση στον άνθρωπο, είτε αμβλύνοντας την ευαισθησία του σε θέματα βίας και εξοικειώνοντάς τον με την ιδέα της, είτε παρακινώντας τον στη διάπραξη βιαιοτήτων μέσα από την διαδικασία της μάθησης ή της μίμησης μέσω υποβολής.
           
Σύμφωνα με τον καθηγητή Νέστορα Κουράκη, οι έρευνες που έγιναν οδηγούν σε συμπεράσματα, που συντείνουν στην δικαίωση της δεύτερης θεωρίας: 1) Εκπομπές με θέματα αρέσκονται να παρακολουθούν και να επηρεάζονται κυρίως αγόρια προερχόμενα από κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα (Έρευνες SCHRAMM 1961, BON FADELL 1989). 2) H μεγάλη έκθεση ενός αγοριού σε τηλεοπτική βία αυξάνει και το βαθμό εκτέλεσης πράξεων βίας εκ μέρους του, ανεξάρτητα από την προδιάθεσή του (Έρευνα Belson). 3) Yπάρχει αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στις σκηνές μικρής σπουδαιότητας βίας και στην προδιάθεση ενός νεαρού αγοριού να βλέπει τέτοιες σκηνές. 4) Η αφομοίωση των προτύπων βίας εξαρτάται από την ένταση με την οποία εκπέμπονται τα μηνύματα βίας, από το βαθμό ομοιότητας των μηνυμάτων με το περιβάλλον τους, από την ψυχολογική κατάσταση του ανηλίκου και από τον τρόπο που παρουσιάζεται η βία (αν εξυμνείται ή αν καταδικάζεται)[8].
           

Παρά την πρόοδο, η κοινωνία του καταναλωτισμού και του πλούτου των βιοτικών αγαθών, με τον εκσυγχρονισμό των μέσων παραγωγής, με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, με τα τεχνολογικά επιτεύγματα δεν μπορεί να υπερηφανεύεται. Η βία αγριεύει και εμφανίζεται σε ακραίες μορφές ατομικής και συλλογικής αγριότητας. Πέρα από την παιδική και νεανική εγκληματικότητα έχουμε γονεοκτονίες και συλλογικές καταστροφές. Πάνω από 200.000 άτομα, το συντριπτικό ποσοστό των οποίων είναι παιδιά μεταξύ 15 και 25 ετών, είναι χρήστες ναρκωτικών. Οι αυτοκτονίες έχουν αυξηθεί ανησυχητικά, ενώ ο αλκοολισμός διαβρώνει καθημερινά ένα μεγάλο τμήμα της νεολαίας[9].

Τίθενται όμως τα ερωτήματα: Πώς θα καταστεί δυνατή μια ανασταλτική αντιμετώπιση της βίας, που συνεχώς  απειλεί τη ζωή και την ύπαρξη ολόκληρου του κόσμου; Ποια δύναμη μπορεί να υπερνικήσει τη βία και να εξουδετερώσει άμεσα την καταστροφική της μανία στο επίπεδο του ατομικού και του κοινωνικού βίου; Η απάντηση μπορεί να δοθεί με αναμφισβήτητη εγκυρότητα μόνο από την ορθοδοξία η οποία δεν είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά μια βιωματική πραγματικότητα, δοκιμασμένη στην πορεία δύο χιλιάδων χρόνων, που έχει τη δυνατότητα να προβάλλει έγκυρες προτάσεις για την υπέρβαση της βίας[10].

Η Αγία Γραφή, με τη γραφίδα του Απ. Παύλου, προμήνυσε: «εν ταις εσχάταις ημέραις θα έλθωσιν καιροί δύσκολοι και επικίνδυνοι, διότι οι άνθρωποι θα είναι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς εις τους γονείς των, αχάριστοι, ασεβείς, άστοργοι, αδιάλλακτοι, διαβολείς, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδόται, αυθάδεις, φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι, θα έχουν το εξωτερικό σχήμα της ευσεβείας αλλά την δύναμιν αυτής θα έχουν αρνηθή»[11]. Τον τελευταίο καιρό μπορεί οι ιεροί ναοί να είναι κατάμεστοι, μπορεί οι ιερές Ακολουθίες να παρακολουθούνται με κατάνυξη, παρόλα αυτά η εγκληματικότητα, τα ναρκωτικά, ο αλκοολισμός, οι κλοπές, οι δωροδοκίες, οι απάτες αυξάνουν τόσο μεταξύ των εκκλησιαζομένων, όσο και μεταξύ των άλλων. Φαίνεται ότι μία ρηχή θρησκευτικότητα και πνευματική παρακμή αποτελούν το στημόνι και το υφάδι του σημερινού υποδείγματος μόρφωσης και ότι η θρησκευτικότητα αυτή, με τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, δεν αποτελεί το μέσο εκείνο, με το οποίο οι διάνοιες των ανθρώπων να ανακαινίζονται με το θείο θέλημα και η ζωή τους να παρουσιάζει ένα ανώτερο επίπεδο ηθικής ακεραιότητας[12].

Ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει το σύγχρονο υπαρξιακό αδιέξοδο και να βγει στο ξέφωτο μιας εσωτερικής γαλήνης και ηρεμίας, λυτρωμένος από την καταδυνάστευση μιας ανυπέρβλητης ενδοψυχικής βίας. Η απάντηση βρίσκεται στο ορθόδοξο βίωμα. Είναι η μοναδική δύναμη και ελπίδα υπέρβασης της βίας κατά τον εικοστό πρώτο αιώνα. Εξάλλου, «τα αδύνατα παρά ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ εστίν»[13]. Ότι δεν μπορεί ο άνθρωπος να κάνει, το παρέχει ο Θεός ως δική του χάρη και ευλογία στους θέλοντας «κληρονομείν σωτηρίαν»[14]. Αδιάψευστες αποδείξεις αποτελούν οι άγιοι της Εκκλησίας. Σε πολλές περιπτώσεις, ο πλέον κορυφαίος εργάτης μιας εγκληματικότητας και καταστροφικής βίας, εισερχόμενος στο αναγεννητικό εργαστήριο της εκκλησίας, μπορεί να «μεταποιηθεί» σε εκλεκτό του Θεού, σε Άγιο της εκκλησίας Του[15]. Τέτοια παραδείγματα δεν έλειψαν και δε λείπουν από τη ζωή και τη δραστηριότητα της Εκκλησίας.

Βασιλικής Β. Παππά
Msc, MA Θεολόγος - Δημοσιογράφος


[1] Βλ. Εφημ. Μακεδονία (24.03.1991).
[2] Βλ. Χ. Παπανδρόπουλου, «Τα εγκλήματα του… λευκού κολάρου», εφημ. Τύπος της Κυριακής (20.01.1991).
[3] Βλ. Γ. Πιπερόπουλου, Κοινωνικά προβλήματα – Μια κοινωνική – ψυχολογική προσέγγιση (1998) 72, 76.
[4] Εφημ. Μακεδονία (26.01. 1991).
[5] Βλ. Ι. Κογκούλη, Κατηχητική και Χριστιανική Παιδαγωγική (χ.χ) 108 – 109.
[6] Βλ. Βλ. Ι. Κογκούλη, ό.π. σ. 110.
[7] Βλ. Ε. Πασαμιχάλη, «Η TV φτιάχνει δολοφόνους», εφημ. Τύπος της Κυριακής – Τύπος TV (21.06.1998) 66.
[8] Βλ. Ν. Κουράκη, «Επίδραση των σκηνών βίας», εφημ. Τύπος της Κυριακής – Τύπος TV, (21.06.1988) 68.
[9] Βλ. Ν. Δημαρά, «Εγκλήματα τιμής και ζηλοτυπίας μπροστά στα μάτια των παιδιών», εφημ. Μακεδονία – Επιλογές, τεύχ. 107 (1991).
[10] Βλ. Ι. Κορναράκη, «Το ορθόδοξο βίωμα ως υπέρβαση της βίας», στον τόμο Ορθοδοξία και Ελληνισμός – Πορεία στην Τρίτη χιλιετία, τ. β΄ (1996) 175-177.
[11] Β΄ Τιμ. γ΄ 1-5.
[12] Βλ. Α. Αντωνόπουλου, Παιδική εγκληματικότης – Αίτια και θεραπεία αυτής (1963) 175-176.
[13] Λουκ. ΙΗ΄ 27.
[14] Πρβλ. Εβρ. Α΄ 14.
[15] Βλ. Ι. Κορναράκη, ό.π. σ. 181.

No comments: